- κεραμίδα
- η1. μεγάλο κεραμίδι2. το κεραμίδι3. φρ. «τού ήρθε κεραμίδα» — τού συνέβη απρόοπτο και δυσάρεστο γεγονός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδι + μεγεθυντ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α, μπουκάλ-α)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεραμίδα — η μεγάλο κεραμίδι: Έχει γραφτεί ότι ο Πύρρος σκοτώθηκε από κεραμίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεραμῖδα — κεραμίς roof tile fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμίδα — κεραμίς roof tile fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
керамида — кирпич, черепица , только др. русск., цслав. керамида (Акир, азбуковники и т. д.). Из греч. κεραμίς, κεραμίδα. Наряду с этим также др. русск. керемида глиняная посуда (Антон. Новгор. 89; Пам. стар. лит. 1, 40) из того же источника; см. Фасмер, Гр … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Giannis Konstantinidis — (griechisch Γιάννης Κωνσταντινίδης, auch als Yiannis bzw. Iannis und Constantinidis transkribiert; * 21. August 1903 in Smyrna (heute Izmir); † 17. Januar 1984 in Athen) war ein griechischer Komponist klassischer Musik, Pianist und Dirigent … Deutsch Wikipedia
FOCUS — Servio a fovendo dictus est quidquid fovet ignem, sive ara sit, sive quidquid aliud, in quo ignis fovetur. Peculiariter vox sumitur pro ara Diis domesticis, quos Penates Laresque olim dixêrunt, sacra. Unde Plaut. Aulul. Act. 2. Sc. 8. v. 16. Haec … Hofmann J. Lexicon universale
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
επαφίεμαι — (AM ἐπαφίεμαι και ενεργ. ἐπαφίημι, Μ και ἐπαφίω) νεοελλ. εμπιστεύομαι τον εαυτό μου ή μια υπόθεση σε κάποιον («επαφίεμαι στην κρίση τού δικαστηρίου») αρχ. μσν. 1. αφήνω κάτι να πέσει, να παρασυρθεί 2. αφήνω κάτι να καλυφθεί 3. ρίχνω εναντίον… … Dictionary of Greek
κεραμίς — η (Α κεραμίς, ίδος και ῑδος) [κέραμος] νεοελλ. αρχιτ. «κεραμίς ηγεμών» ή «κέραμος ηγεμών» κέραμος τής στέγης που βρίσκεται ορθή πάνω στο γείσο, αλλ. ηγεμόνας αρχ. 1. καθετί που έχει κατασκευαστεί από κεραμίτιδα γη, δηλ. από πηλό, όπως λ.χ. το… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αιγίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αιγίου στεγάζεται στην αναπαλαιωμένη παλαιά δημοτική αγορά της πόλης (Αγίου Ανδρέου 3 & Μιχαλακοπούλου), που χτίστηκε το 1890, σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ. Εγκαινιάστηκε το 1994, αλλά ανέστειλε τη λειτουργία του από το… … Dictionary of Greek